Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ελκώδης κολίτιδα. Η σωστή διατροφή για να μη "θυμώνει" το έντερο



Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια φλεγμονώδης νόσος του παχέως εντέρου, που μαζί με τη νόσο του Crohn ανήκουν στις ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου.



ΓΡΑΦΕΙ ο κ. Δελλής Δημήτριος, Διατροφολόγος-Παθολόγος


Σε αντίθεση με τη νόσο του Crohn, αφορά μόνο το παχύ έντερο. Μπορεί δε να προσβάλει από ένα μικρό μέρος μέχρι  μεγάλη  επιφάνεια του παχέως εντέρου.
Η αιτιολογία της είναι άγνωστη, γι αυτό και θεωρείται αυτοάνοση νόσος. Δηλαδή μέσω μηχανισμών που κατά λάθος πυροδοτούνται από τον οργανισμό, δημιουργείται αυτή η καταστροφή-φλεγμονή του εντερικού βλενογόνου.
Εμφανίζεται σε ποσοστό 35-100 άτομα/100.000. Ενώ θετικό οικογενειακό ιστορικό για ελκώδη κολίτιδα μπορεί να υπάρχει στο 17% των ασθενών.
Η ελκώδης κολίτιδα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Κατά κανόνα εμφανίζεται σε εφήβους και νέους ενήλικες, αλλά μπορεί να διαγνωστεί με αυξημένη συχνότητα και στην ηλικία περίπου των 50 ετών. Παλιότερα υπήρχε η άποψη ότι η νόσος αυτή είναι πιο συχνή στις γυναίκες, αλλά από πρόσφατες μελέτες δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στη συχνότητα μεταξύ γυναικών και αντρών.

Τα συμπτώματα της νόσου είναι:
  • Τεινεσμός
  • πόνος  στην κοιλιακή χώρα, που συνήθως συνοδεύεται από βλενοαιματηρές κενώσεις
  • αναιμία
  • απώλεια βάρους
  • κούραση
  • ανορεξία
  • αφυδάτωση  ή
  • ένδεια θρεπτικών συστατικών
  • πόνο στις αρθρώσεις
  • δερματικές αλλοιώσεις και
  • προβλήματα ανάπτυξης στα παιδιά.

Τα συμπτώματα της νόσου στο 50% των ασθενών είναι συνήθως ήπια. Στις ήπιες μορφές  ασθενής μπορεί να εμφανίζει δεκατική πυρετική κίνηση, διαρροϊκές -  αιματηρές κενώσεις και κοιλιακούς πόνους . Όμως στις σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παρουσιάζεται ανορεξία-, οιδήματα λόγω υπολευκωματιναιμίας, βαριά αναιμία, ταχυκαρδία και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με ενδοσκοπική εξέταση και λήψη ιστολογικών τεμαχίων για ανάλυση.
Εργαστηριακά, στην ελκώδη κολίτιδα το κοιλιακό άλγος συνήθως συνοδεύεται από αναιμία, αύξηση λευκών στο αίμα και άλλων δεικτών φλεγμονής, ενώ διαγνωστική εξέταση είναι η κολονοσκόπηση ή η σιγμοειδοσκόπηση με την οποία παίρνουμε βιοψία εντέρου για να λάβουμε την τελική διάγνωση.
Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των διαιτητικών συνηθειών και της εμφάνιση της νόσου, ενώ αντίθετα η διαιτητική  θεραπεία βοηθάει πολύ κατά την οξεία φάση.
Πολλοί πιστεύουν ότι η μεγάλη κατανάλωση επεξεργασμένων υδατανθράκων -χωρίς φυτικές ίνες δηλαδή- είναι επιβαρυντικός παράγοντας για την εμφάνιση της ελκώδους κολίτιδος, ενώ υπάρχει μια αμφιλεγόμενη συσχέτιση μεταξύ λήψης οινοπνευματωδών ποτών και εμφάνιση της ελκώδους κολίτιδας.
Θεραπευτικά χρησιμοποιούμε  την σουλφαλαζίνη, τα κορτικοειδή βουδεσονίδη  κυκλοσπορίνη, και αγωγές που καθορίζονται μετά τη διάγνωση από τον θεράποντα ιατρό.
Η ελκώδης κολίτιδα στη φάση της έξαρσης μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμένη απορρόφηση βιταμινών, ιχνοστοιχείων και θρεπτικών συστατικών, πράγμα που σημαίνει πως μια ισορροπημένη διατροφή που παρέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά κρίνεται απαραίτητη για τον ασθενή. Θα πρέπει δηλαδή να καταναλώνονται επαρκείς ποσότητες πρωτεϊνών, βιταμινών, ιχνοστοιχείων, ασβεστίου και σιδήρου διότι λόγω της δυσαπορρόφησης γρήγορα υπάρχουν διατροφικά ελλείματα και είναι γεγονός πως όσο καλύτερη είναι η θρεπτική κατάσταση του ασθενούς τόσο καλύτερη είναι και η ανταπόκρισή του στη φαρμακευτική αγωγή.
Δυστυχώς η εμφάνιση ελλιπούς πρόσληψης θρεπτικών συστατικών- δυσθρεψία- είναι κάτι συχνό στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα.
Αυτή η δυσθρεψία μπορεί να εμφανιστεί, όπως αναφέρεται παραπάνω
  • λόγω μειωμένης πρόσληψης τροφής, (διότι στις περιόδους έξαρσης της  ελκώδους κολίτιδας έχουμε έντονη ανορεξία)
  • λόγω μειωμένης απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών, ιχνοστοιχείων και βιταμινών εξ αιτίας της φλεγμονής που υπάρχει στο παχύ έντερο
  • λόγω απώλειας θρεπτικών συστατικών μέσω διαρροιών και αιμορραγιών που έχει το παχύ έντερο ή
  • λόγω αφαίρεσης του εντέρου που είναι ένας από τους τρόπους που θεραπευτικά αντιμετωπίζουμε τις βαριές περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδος.
 Η διατροφή στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα θα πρέπει να εξατομικεύεται γιατί δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο διαιτητικό πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοστεί σε όλους.

Το σημαντικότερο από όλα είναι να διατηρείται η πρόσληψη θερμίδων και βιταμινών σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μην υπάρχει δυσθρεψία.
Διότι
  • όταν υπάρχει έλλειψη σιδήρου, βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέως δημιουργείται αναιμία
  • όταν υπάρχει έλλειψη βιταμίνης Κ δημιουργείται αιμορραγική διάθεση
  • λόγω κακής πέψη των υδατανθράκων και των λιπών παρατηρούνται φουσκώματα και διάρροιες
  •  ενώ λόγω μειωμένηςπρόσληψης ενέργειας δημιουργείται μειωμένη ανάπτυξη, διαταραχές στη έμμηνο ρύση και απώλεια μυϊκής μάζας.

Η διατροφή στην ελκώδη κολίτιδα πρέπει να περιέχει όλες τις ομάδες τροφίμων ώστε να υπάρχει επαρκής εφοδιασμός του οργανισμού με υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπος.
Οι υδατάνθρακες χωρίζονται σε 2 ομάδες:
  • σε αυτούς που έχουν φυτικές ίνες
  • και σε αυτούς που δεν περιέχουν φυτικές ίνες.
Η λήψη φυτικών ινών από τους υδατάνθρακες σε φάσεις ύφεσης βοηθούν στην μη εμφάνιση της νόσου ενώ αντενδείκνυνται στην οξεία φάση, όπου οι φυτικές ίνες ερεθίζουν πάρα πολύ την ήδη υπάρχουσα φλεγμονή του παχέως εντέρου.

Τα απλά σάκχαρα που προέρχονται από ζάχαρη, μέλι, μαρμελάδες, γλυκά, καραμέλες, χυμούς και αναψυκτικά μπορούν να προκαλέσουν διάρροιες δημιουργώντας ώσμωση στο έντερο γι αυτό και πρέπει να αποφεύγονται σε οξεία φάση.
Οι πρωτεΐνες υπάρχουν κυρίως στα ζωικά προϊόντα όπως το κρέας, ψάρι, κοτόπουλο, στα γαλακτοκομικά, τυριά, αυγά καθώς και όσπρια και αποτελούν σημαντικό δομικό συστατικό των κυττάρων και πρέπει να προσλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση από τους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα ώστε να μην υπάρχει απώλεια μυϊκού ιστού. Αντενδείκνυται μόνο η χορήγηση γάλακτος σε οξεία φάση της ελκώδους κολίτιδος ή σε ασθενείς που εμφανίζουν αλακτασία.
Οι ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου συνήθως εμφανίζουν πρωτεϊνική απώλεια και τα σημάδια της ανεπαρκούς πρωτεϊνικής πρόληψης είναι η κόπωση και τα αδύναμα νύχια.
Το λίπος αποτελεί συμπυκνωμένη μορφή ενέργειας και δίνει αρκετές θερμίδες στον οργανισμό. ‘Έτσι σε φάση έξαρσης που ο ασθενής  χρειάζεται ενέργεια συστήνονται τα μονοακόρεστα λιπαρά, π.χ. το ελαιόλαδο, ή  τα πολυακόρεστα, π.χ. τα λιπαρά ψάρια και οι φυτικές μαργαρίνες (σε λογική ποσότητα πάντα)  γιατί η λήψη λίπους  μπορεί να δημιουργήσει αέρια στο έντερο, ενώ η μεγάλη λήψη μπορεί λόγω της δυσαπορρόφησης να προκαλέσει διάρροια-στεατόρροια.

Οι γενικές διαιτητικές συστάσεις είναι:
  • να πίνει ο ασθενής πολλά υγρά για να αποφεύγεται η αφυδάτωση
  • να καταναλώνονται τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες όταν η νόσος είναι σε ύφεση και εφόσον δεν υπάρχει κάποια στένωση του εντέρου, ενώ σε φάση έξαρσης να ακολουθείται μια δίαιτα φτωχή σε φυτικές ίνες, δηλαδή να περιέχει υδατάνθρακες σε μορφή αμύλου, π.χ. ρύζι, πατάτα, μακαρόνια και ψωμί, να αποφεύγονται τα γαλακτοκομικά και κυρίως το γάλα που περιέχει λακτόζη
  • να τρώει ο ασθενής πολλά και μικρά γεύματα τα οποία πρέπει να περιέχουν οπωσδήποτε πρωτεΐνες και κυρίως αυτές που είναι υψηλής βιολογικής αξίας
  • να περιοριστούν ο καφές και τα αλκοόλ
  • να μην τρώει γλυκά light, τα οποία περιέχουν μια ουσία που ονομάζεται σερβιτόλη, η οποία προκαλεί διάρροιες
  • να αποφεύγονται τα τρόφιμα που δημιουργούν αέρια στο έντερο, όπως είναι το λάχανο, κουνουπίδι, μπρόκολο, όσπρια, ρεβίθια, κρεμμύδι, πιπεριές ή οποιαδήποτε άλλη τροφή παράγει  αέρια και μπορεί να ανακαλυφθεί  με την αυτοπαρατήρηση από τον κάθε έναν ασθενή,
  • να περιορίζεται η κατανάλωση πολύ λιπαρών τροφών.
Οι διαιτητικές αλλαγές βοηθούν  να αποδώσει καλύτερα η θεραπευτική αγωγή που θα θέσει ο θεράπων ιατρός μετά τη διάγνωση.
boro.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου