Οι Τρεις γνωστοί Μάγοι κατοικούσαν στη Βορσίππη της Βαβυλώνας και αποφάσισαν ομόφωνα ότι το ασυνήθιστα φωτεινό ουράνιο σώμα που έβλεπαν από τα παρατηρητήριά τους ήταν το σημάδι της γέννησης ενός βασιλιά.
Είπαν λοιπόν να τον επισκεφθούν.
Ο Αρταβάν, που κατέγραφε από το παρατηρητήριό του στα Εκβάτανα τις θέσεις του Δία και της Αφροδίτης, παρατήρησε μια ασυνήθιστη προσέγγιση μεταξύ τους. Πριν οι δυο πλανήτες πλησιάσουν ακόμα περισσότερο, αποφάσισε να επισκεφτεί τους σοφούς της Βορσίππης για να επωφεληθεί από την πείρα τους.
Ήταν βέβαιο ότι όταν οι δύο πλανήτες θα πλησίαζαν περαιτέρω, θα έμοιαζαν σαν να εκπέμπουν, λόγω της εγγύτητος, μια ασυνήθιστη λάμψη. Ένιωθε ότι δεν ήταν σε θέση να βλέπει στα ουράνια φαινόμενα σημάδια και να τα ερμηνεύει.
Άλλοι επιφανείς αστρονόμοι της Χώρας του μπορούσαν να υπερβαίνουν την ατέλεια της ανθρώπινης υπόστασης, εντάσσοντάς την σε ένα κοσμικό σχέδιο με το οποίο βρισκόταν σε ισορροπία, και που οι αντιστοιχίες, οι θέσεις και οι γωνίες των πλανητών στη ζώνη του ζωδιακού, δημιουργούσαν μια τέλεια απεικόνιση, καθαρή και σαφή, του ανθρωπίνου σύμπαντος και της κοσμικής του μοίρας.
Ο Αρταβάν δεν αδυνατούσε να διακρίνει τα σχήματα και τις μορφές τους στον ουράνιο θόλο. Υπέκυπτε όμως στην σχολαστική υπερβολή της καταγραφής των μετρήσεων, που, από το πάθος να συγκρατήσει στη μνήμη του τις σχετικές θέσεις των αστέρων από νύχτα σε νύχτα, παρασυρόταν σε μια ματαιόδοξη ικανοποίηση για τις καταγραφές του, αδυνατώντας μετά να δει το σύνολο και τις επιρροές και αλληλεξαρτήσεις τους με τον γήινο και φθαρτό κόσμο των ανθρώπων. Είχε ανάγκη λοιπόν να συμβουλεύεται έναν μεγαλύτερο αστρονόμο και συνήθως ρωτούσε τον Μελχιώρ.
Προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις διαφορές στις θέσεις των άστρων από τη διαφορετική θέση παρατήρησης, ταξίδευε με το βλέμμα στραμμένο στον Ουρανό. Φτάνοντας όμως στη Βορσίπη ο υπηρέτης του Μελχιώρ που είχε μείνει για να τον ενημερώσει, του είπε ότι οι σοφοί, που έβλεπαν δίνοντας άλλα νοήματα τον ίδιο ουρανό, είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους για να προσκυνήσουν τον νέο βασιλέα.
Νέος βασιλέας λοιπόν! Αυτό ήταν το μήνυμα που ο Αρταβάν αναγκαζόταν να αποδεχτεί, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει και να το δεχτει με όλη του την καρδιά.
Γνωρίζοντας όμως ότι ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ το χάρισμα της ερμηνείας, χάρηκε που θα είχε και αυτός την ευκαιρία να προσκυνήσει το νέο βασιλέα μια και οι τρεις Μάγοι δεν ήταν παρά τρεις μέρες που είχαν φύγει. Να παρατηρεί τον ουρανό το γνώριζε καλά. Άλλες οδηγίες δεν είχε ανάγκη και ξεκίνησε όλο προσμονή για το ταξίδι. Ταξίδευε μέρα και νύχτα για να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε.
Εν τω μέσω της ερήμου συνάντησε έναν άνθρωπο, πεσμένο καταγής με τα χείλη άσπρα από τη δίψα, που καιγόταν από τον πυρετό. Ο Αρταβάν τον μετέφερε με την καμήλα του σε μια όαση που είχε συναντήσει και έμεινε μαζί του μέχρι να συνέλθει όσο τον φρόντιζαν οι νομάδες που είχαν κατασκηνώσει στην όαση.
Ο Μελχισεδέκ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του ανθρώπου, συνήλθε μετά από δυο μέρες και συμφώνησε να τον συνοδεύσει στο υπόλοιπο του ταξιδιού γιατί ήταν φανερό από την πορεία που είχε πάρει ότι κατευθυνόταν προς τη χώρα των Ιουδαίων.
Δυστυχώς ο Αρταβάν δεν πρόλαβε να προσκυνήσει το Θειο Βρέφος όπως οι άλλοι τρεις μάγοι γιατί η Αγία Οικογένεια είχε ήδη διαφύγει στην Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ, όπως και σε όλη τη χώρα, είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων, που ο Αρταβάν συγκλονισμένος παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να αποτρέψει.
Προσπάθησε όμως μοιράζοντας ρουμπίνια που κρατούσε ως δώρο για τον νέο βασιλέα να δωροδοκήσει Ρωμαίους στρατιώτες και να σώσει κάποια παιδιά από βέβαιη σφαγή. Λέγεται ότι μεταξύ αυτών που εσώθησαν ήταν και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Ενώ οι τρεις Μάγοι επέστρεψαν στην Περσία, ο Αρταβάν θεώρησε ότι έπρεπε να ακολουθήσει το Θειο Βρέφος στην Αίγυπτο και έτσι πήγε εκεί προσπαθώντας να τους εντοπίσει. Αυτό δε στάθηκε δυνατόν γιατί η Αγία Οικογένεια κρυβόταν φοβούμενη τους κατασκόπους του Ηρώδη. Θεράπευε όμως ασθενείς με τις γνώσεις που είχε για τις παθήσεις του ανθρωπίνου σώματος και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών, εξαγόραζε φυλακισμένους και ανακούφιζε τους φτωχούς με το θησαυρό που είχε φέρει μαζί του.
Έτσι πέρασαν περίπου 33 χρόνια. Είχε πια γεράσει. Είχε αποκτήσει μια άσπρη γενειάδα που τον έκανε φαίνεται ακόμα πιο σεβάσμιος και μονολογούσε "αν θεραπεύσετε αυτούς εμένα θεραπεύσατε, αν ελεήσατε αυτούς εμένα ελεήσατε". Προσπαθούσε έτσι να βρει ανακούφιση στο ότι είχε καθυστερήσει και δεν είχε προλάβει να δει τον Βασιλέα, μετατρέποντας έτσι την απουσία της συνάντησης σε σκοπό της ζωής του.
Οι φτωχοί τον θεωρούσαν Άγιο και μια ομάδα πιστών του φίλων αποφάσισαν να τον ακολουθήσει στην επιστροφή στην Ιερουσαλήμ γιατί είχε φτάσει η φήμη ακόμα και στην Αίγυπτο για ένα βασιλιά των Ιουδαίων.
Δυστυχώς η καρδιά του τον πρόδωσε και λιποθύμησε κάτω από το σταυρό. Έχοντας χάσει τις αισθήσεις του είδε εν τούτοις ένα εκτυφλωτικό φως και μια φωνή, που θεώρησε ότι ήταν η φωνή του Θεού του Πυρός που λατρεύουν στην πατρίδα του, να λέει:
«Είσαι ο Αρνταβάν και σε αγαπώ»
'Αρνταβ στη Μανιχαϊστικη Μέση Περσία, είναι το ουράνιο πρόσωπο που είναι το πιο φωτεινό, ο δίκαιος και ο εκλεκτός. Αρνταβάν είναι αυτός που μένει πάντα αθάνατος σύμφωνα με την Περσική παράδοση.
Όταν αργότερα οι μαθητές του τέλεσαν την ταφή του, είπαν μεταξύ τους ότι ο ίδιος ο εσταυρωμένος του είχε πει:
« ότι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας».
Ο Αρνταβάν, περνώντας στην αιωνιότητα, μπόρεσε επιτέλους να διαβάσει στο όνομά του το μυστικό που του έλεγαν τα άστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου